Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυγνώμων
πολυγνώριστος
πολύγνωστος
πολύγνωτος
πολυγόητος
πολύγομφος
πολυγόμφωτος
πολυγόνατος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολυγονοειδές
πολύγονον
πολύγονος
πολύγουνος
πολυγράμματος
πολύγραμμος
πολύγραος
πολυγραφέω
πολυγραφία
πολυγράφος
πολυγύμναστος
View word page
πολυγονοειδές
πολῠ-γονοειδές, τό,
A). = κληματίς , Dsc. 4.7 ; but = δαφνοειδές , Gal. 12.31 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυγονοειδές
Headword (normalized):
πολυγονοειδές
Headword (normalized/stripped):
πολυγονοειδες
IDX:
84717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84718
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ-γονοειδές</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κληματίς</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.7 </span>; but = <span class="ref greek">δαφνοειδές</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.31 </span>.</div> </div><br><br>'}