Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύγλωσσος
πολυγλώχιν
πολύγναμπτος
πολυγνωμοσύνη
πολυγνώμων
πολυγνώριστος
πολύγνωστος
πολύγνωτος
πολυγόητος
πολύγομφος
πολυγόμφωτος
πολυγόνατος
πολυγονέομαι
πολυγονία
πολυγονοειδές
πολύγονον
πολύγονος
πολύγουνος
πολυγράμματος
πολύγραμμος
πολύγραος
View word page
πολυγόμφωτος
πολῠ-γόμφωτος, ον, = foreg., Eust. 174.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυγόμφωτος
Headword (normalized):
πολυγόμφωτος
Headword (normalized/stripped):
πολυγομφωτος
IDX:
84713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84714
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ-γόμφωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:174:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:174.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 174.12 </a>.</div><br><br>'}