Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίτμητος
ἀνεπιτρέπτως
ἀνεπιτρόπευτος
ἀνεπιφανής
ἀνεπίφαντος
ἀνεπίφατος
ἀνεπιφθόνητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχάδην
ἀνεπιχαρής
ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
ἀνεραστία
ἀνέραστος
ἀνεργάζομαι
View word page
ἀνεπιχάδην
ἀνεπι-χάδην·
οὐκέτι χωροῦν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνεπιχάδην
Headword (normalized):
ἀνεπιχάδην
Headword (normalized/stripped):
ανεπιχαδην
IDX:
8465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8466
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπι-χάδην·</span> <span class="foreign greek">οὐκέτι χωροῦν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}