Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύβατος
πολυβαφής
πολυβέλεμνος
πολυβενθής
πολυβήματος
πολύβιβλος
πολύβιος
πολυβλαβής
πολυβλαστής
πολυβλαστία
πολυβλέπων
πολυβλέφαρος
πολυβλής
πολυβόειος
πολυβοησία
πολυβόητος
πολυβόλος
πολυβόρος
πολύβοσκος
πολυβότανος
πολυβότειρα
View word page
πολυβλέπων
πολῠ-βλέπων, οντος,
A). blind (by euphemism), PLond. 1821.269 .


ShortDef

blind

Debugging

Headword:
πολυβλέπων
Headword (normalized):
πολυβλέπων
Headword (normalized/stripped):
πολυβλεπων
IDX:
84656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84657
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ-βλέπων</span>, <span class="itype greek">οντος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">blind</span> (by euphemism), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 1821.269 </span>.</div> </div><br><br>'}