Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολυάφορμος
πολυάχητος
πολυαχθής
πολυάχυρος
πολυβάδιστος
πολυβαθής
πολύβατος
πολυβαφής
πολυβέλεμνος
πολυβενθής
πολυβήματος
πολύβιβλος
πολύβιος
πολυβλαβής
πολυβλαστής
πολυβλαστία
πολυβλέπων
πολυβλέφαρος
πολυβλής
πολυβόειος
πολυβοησία
View word page
πολυβήματος
πολῠ-βήμᾰτος
,
ον
,
A).
taking many steps,
Hsch.
s.v.
πολυσκάρθμοιο.
ShortDef
taking many steps
Debugging
Headword:
πολυβήματος
Headword (normalized):
πολυβήματος
Headword (normalized/stripped):
πολυβηματος
IDX:
84650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84651
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ-βήμᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">taking many steps,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">πολυσκάρθμοιο.</span> </div> </div><br><br>'}