Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυάστερος
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυάσχολος
πολυαῦλαξ
πολυαυξής
πολυαύχενος
πολυαύχην
πολυαυχής
πολυάφορμος
πολυάχητος
πολυαχθής
πολυάχυρος
πολυβάδιστος
πολυβαθής
πολύβατος
πολυβαφής
πολυβέλεμνος
πολυβενθής
πολυβήματος
πολύβιβλος
View word page
πολυάχητος
πολῠ-άχητος [ᾱ], ον, Dor. for πολυήχητος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυάχητος
Headword (normalized):
πολυάχητος
Headword (normalized/stripped):
πολυαχητος
IDX:
84641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ-άχητος</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">πολυήχητος.</span> </div><br><br>'}