Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτηδειότης
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίτμητος
ἀνεπιτρέπτως
ἀνεπιτρόπευτος
ἀνεπιφανής
ἀνεπίφαντος
ἀνεπίφατος
ἀνεπιφθόνητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχάδην
ἀνεπιχαρής
ἀνεπιχείρητος
ἀνεπόπτευτος
ἀνέποπτος
ἀνεποργίξομαι
ἀνεπόψιος
ἀνέραμαι
View word page
ἀνεπιφθόνητος
ἀνεπι-φθόνητος, ον,
A). unenvied, EM 81.25 .


ShortDef

unenvied

Debugging

Headword:
ἀνεπιφθόνητος
Headword (normalized):
ἀνεπιφθόνητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιφθονητος
IDX:
8462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8463
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπι-φθόνητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unenvied,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 81.25 </span>.</div> </div><br><br>'}