Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυαπόδημος
πολυάρατος
πολυάργυρος
πολυαρής
πολύαρθρος
πολυάριθμος
πολυαρκής
πολύαρκυς
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνι
πολυάρουρος
πολυάρτυτος
πολυαρχία
πολυάρχιος
πολύαρχος
πολύασπις
πολυάστερος
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυάσχολος
View word page
πολύαρνι
πολῠ/-αρνι,
A). v. πολύρρην.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύαρνι
Headword (normalized):
πολύαρνι
Headword (normalized/stripped):
πολυαρνι
IDX:
84624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ/-αρνι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολύρρην.</span> </div> </div><br><br>'}