πολῠ-αρκής,
ές,(
ἀρκέω)
A). much-helpful, supplying many wants, mostly in Sup.
-έστατος, [ποταμός]
Hdt. 4.53 ;
γῆ D.H. 1.36 ;
πόλις Plu. Alex. 26 ;
λογισμός Ael. NA Prooem.;
τὸ πολυαρκὲς τῆς ταριχείας durability, Luc. Nec. 15 . Adv.
-κῶς Hsch. 2). = ἀσφόδελος , Gloss. (dub.).