Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυανδρία
πολυάνδριος
πολύανδρος
πολυάνθεμον
πολυάνθεμος
πολύανθος
πολυάνθραξ
πολυανθρωπέω
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυανώδυνος
πολυάνωρ
πολυαπεχθής
πολυαπόδημος
πολυάρατος
πολυάργυρος
πολυαρής
πολύαρθρος
πολυάριθμος
πολυαρκής
πολύαρκυς
View word page
πολυανώδυνος
πολῠ-ανώδῠνος, ον,
A). with much anodyne power, = κώνειον , Ps.- Dsc. 4.78 .


ShortDef

with much anodyne power

Debugging

Headword:
πολυανώδυνος
Headword (normalized):
πολυανώδυνος
Headword (normalized/stripped):
πολυανωδυνος
IDX:
84611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84612
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ-ανώδῠνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with much anodyne power,</span> = <span class="ref greek">κώνειον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.78 </span>.</div> </div><br><br>'}