Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολυαίνετος
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυάκανθος
πολυαλγής
πολυάλγητος
πολυαλδής
πολυαλθής
πολυαλφής
πολυάλφιτος
πολύαμμος
πολυάμπελος
πολυαναλνωσία
πολυανάλωτος
πολυαναφορία
πολυανάφορος
πολυανδρεῖον
πολυανδρέω
πολυανδρία
πολυάνδριος
πολύανδρος
View word page
πολύαμμος
πολῠ/-αμμος
,
ον
,
A).
abounding in sand, sandy,
Hsch.
s.v.
ἠμαθόεντος.
ShortDef
abounding in sand, sandy
Debugging
Headword:
πολύαμμος
Headword (normalized):
πολύαμμος
Headword (normalized/stripped):
πολυαμμος
IDX:
84593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84594
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠ/-αμμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">abounding in sand, sandy,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἠμαθόεντος.</span> </div> </div><br><br>'}