Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνεπίτατος
ἀνεπιτάττω
ἀνεπιτετελεσμένος
ἀνεπίτευκτος
ἀνεπιτευξία
ἀνεπιτέχνητος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτηδειότης
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίτμητος
ἀνεπιτρέπτως
ἀνεπιτρόπευτος
ἀνεπιφανής
ἀνεπίφαντος
ἀνεπίφατος
ἀνεπιφθόνητος
ἀνεπίφθονος
ἀνεπίφραστος
ἀνεπιχάδην
ἀνεπιχαρής
View word page
ἀνεπίτμητος
ἀνεπί-τμητος
,
ον
,
A).
subject to no deduction
or
restriction,
μισθώσεις, ἀπολογία,
Hsch.
ShortDef
subject to no deduction
Debugging
Headword:
ἀνεπίτμητος
Headword (normalized):
ἀνεπίτμητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιτμητος
IDX:
8456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8457
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπί-τμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subject to no deduction</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">restriction,</span> <span class="foreign greek">μισθώσεις, ἀπολογία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}