Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολλοστός
πολλότης
πολλύνομαι
πολογραφία
πολοκράτωρ
πόλος
πολτάριον
πολτάριος
πολτοποιέω
πόλτος
πολτοχάρυβδις
πολτώδης
πολυαγάπητος
πολυάγκιστρος
πολυαγρής
πολυαγρία
πολύαγρος
πολυαδελφία
πολυάδελφος
αή
πολυάθλιος
View word page
πολτοχάρυβδις
πολτοχάρυβδις,
A). v. ποντο-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολτοχάρυβδις
Headword (normalized):
πολτοχάρυβδις
Headword (normalized/stripped):
πολτοχαρυβδις
IDX:
84564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84565
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολτοχάρυβδις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ποντο-.</span> </div> </div><br><br>'}