Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολλαχῶς
πολλοαγάπητος
πολλόγειος
πολλοδεκάκις
πολλοποιός
πολλός
πολλοσταῖος
πολλοστημόριος
πολλοστός
πολλότης
πολλύνομαι
πολογραφία
πολοκράτωρ
πόλος
πολτάριον
πολτάριος
πολτοποιέω
πόλτος
πολτοχάρυβδις
πολτώδης
πολυαγάπητος
View word page
πολλύνομαι
πολλύνομαι, Pass.,
A). to be multiplied, Phot.


ShortDef

to be multiplied

Debugging

Headword:
πολλύνομαι
Headword (normalized):
πολλύνομαι
Headword (normalized/stripped):
πολλυνομαι
IDX:
84556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84557
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολλύνομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be multiplied,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}