Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολλαχῆ
πολλαχόθεν
πολλαχόθῐ
πολλαχόσε
πολλαχοῦ
πολλαχῶς
πολλοαγάπητος
πολλόγειος
πολλοδεκάκις
πολλοποιός
πολλός
πολλοσταῖος
πολλοστημόριος
πολλοστός
πολλότης
πολλύνομαι
πολογραφία
πολοκράτωρ
πόλος
πολτάριον
πολτάριος
View word page
πολλός
πολλός, πολλόν, Ion. masc. and neut. for πολύς, πολύ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολλός
Headword (normalized):
πολλός
Headword (normalized/stripped):
πολλος
IDX:
84551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84552
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολλός</span>, <span class="foreign greek">πολλόν,</span> Ion. masc. and neut. for <span class="foreign greek">πολύς, πολύ.</span> </div><br><br>'}