Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασίασις
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιεπιμερής
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιότης
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίων
πολλαπλασίωσις
πολλαπλήσιος
πολλαπλόος
πολλασταῖος
πολλατεκνία
πολλαχῆ
πολλαχόθεν
πολλαχόθῐ
πολλαχόσε
πολλαχοῦ
πολλαχῶς
πολλοαγάπητος
View word page
πολλαπλήσιος
πολλαπλήσιος, η, ον, Ion. for πολλαπλάσιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολλαπλήσιος
Headword (normalized):
πολλαπλήσιος
Headword (normalized/stripped):
πολλαπλησιος
IDX:
84537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84538
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολλαπλήσιος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">πολλαπλάσιος.</span> </div><br><br>'}