Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολιτοφθόρος
πολιτοφυλακέω
πολιτοφυλακία
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολίχνιον
πολιώδης
πολίωμα
πολίωσις
πολλαγόρασος
πολλαδελφία
πολλάκις
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασίασις
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιεπιμερής
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιότης
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίων
πολλαπλασίωσις
View word page
πολλαδελφία
πολλαδελφία,
A). v. πολυαδελφία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολλαδελφία
Headword (normalized):
πολλαδελφία
Headword (normalized/stripped):
πολλαδελφια
IDX:
84526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολλαδελφία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολυαδελφία.</span> </div> </div><br><br>'}