Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπιστρόφητος
ἀνεπίστροφος
ἀνεπισφαλής
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπίτατος
ἀνεπιτάττω
ἀνεπιτετελεσμένος
ἀνεπίτευκτος
ἀνεπιτευξία
ἀνεπιτέχνητος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτηδειότης
ἀνεπιτήδευτος
ἀνεπιτίμητος
ἀνεπίτμητος
ἀνεπιτρέπτως
ἀνεπιτρόπευτος
ἀνεπιφανής
ἀνεπίφαντος
ἀνεπίφατος
View word page
ἀνεπιτέχνητος
ἀνεπι-τέχνητος, ον,
A). without design. Adv. -τως Placit. 4.11.3 .


ShortDef

without design

Debugging

Headword:
ἀνεπιτέχνητος
Headword (normalized):
ἀνεπιτέχνητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιτεχνητος
IDX:
8451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8452
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπι-τέχνητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without design.</span> Adv. <span class="quote greek">-τως</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Placit.</span> 4.11.3 </span> .</div> </div><br><br>'}