Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολισσοῦχος
πολιστής
πολιταρχέω
πολιτάρχης
πολιταρχία
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτευτέον
πολιτευτής
πολιτεύω
πολιτηΐη
πολίτης
πολιτικοπραιτώριος
πολιτικός
πόλιτις
πολιτισμός
πολιτογραφέω
πολιτογραφία
πολιτογράφος
πολιτοκάπηλος
πολιτοκοπέω
View word page
πολιτηΐη
πολῑτ-ηΐη
,
ἡ
, Ion. for
πολιτεία.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολιτηΐη
Headword (normalized):
πολιτηΐη
Headword (normalized/stripped):
πολιτηιη
IDX:
84503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84504
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῑτ-ηΐη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">πολιτεία.</span> </div><br><br>'}