Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιστής
πολιταρχέω
πολιτάρχης
πολιταρχία
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτευτέον
πολιτευτής
πολιτεύω
πολιτηΐη
πολίτης
πολιτικοπραιτώριος
πολιτικός
πόλιτις
View word page
πολιταρχία
πολῑταρχ-ία
,
ἡ
,
A).
office of
πολιτάρχης,
BSA
23.73
(Lete, ii A. D.).
ShortDef
office of πολιτάρχης
Debugging
Headword:
πολιταρχία
Headword (normalized):
πολιταρχία
Headword (normalized/stripped):
πολιταρχια
IDX:
84497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84498
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῑταρχ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">office of</span> <span class="foreign greek">πολιτάρχης,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BSA</span> 23.73 </span> (Lete, ii A. D.).</div> </div><br><br>'}