Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολιότριχος
πολιοῦχος
πολιᾶχος
πολιοῦχος
πολιοφυλακέω
πολιόφυλλον
πολίοχος
πολιόχρως
πολιόω
πολίπορθος
πολιρραίστης
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιστής
πολιταρχέω
πολιτάρχης
View word page
πολιρραίστης
πολιρραίστης
,
ου
,
ὁ
, (ῥαίὠ
A).
=
πτολίπορθος
,
Lyc.
210
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολιρραίστης
Headword (normalized):
πολιρραίστης
Headword (normalized/stripped):
πολιρραιστης
IDX:
84486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84487
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολιρραίστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">, (ῥαίὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πτολίπορθος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 210 </span>.</div> </div><br><br>'}