Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολιότης
πολιότριχος
πολιοῦχος
πολιᾶχος
πολιοῦχος
πολιοφυλακέω
πολιόφυλλον
πολίοχος
πολιόχρως
πολιόω
πολίπορθος
πολιρραίστης
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιστής
πολιταρχέω
View word page
πολίπορθος
πολίπορθος
,
A).
f.l. for
πτολίπ-
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολίπορθος
Headword (normalized):
πολίπορθος
Headword (normalized/stripped):
πολιπορθος
IDX:
84485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84486
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολίπορθος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">πτολίπ-</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}