Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιότριχος
πολιοῦχος
πολιᾶχος
πολιοῦχος
πολιοφυλακέω
πολιόφυλλον
πολίοχος
πολιόχρως
πολιόω
πολίπορθος
πολιρραίστης
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
πολισμός
πολισσονόμος
πολισσόος
View word page
πολίοχος
πολίοχος,
A). v. πολιοῦχος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολίοχος
Headword (normalized):
πολίοχος
Headword (normalized/stripped):
πολιοχος
IDX:
84482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84483
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολίοχος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολιοῦχος.</span> </div> </div><br><br>'}