Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολιορκητέος
πολιορκητήριος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιότριχος
πολιοῦχος
πολιᾶχος
πολιοῦχος
πολιοφυλακέω
πολιόφυλλον
πολίοχος
πολιόχρως
πολιόω
πολίπορθος
πολιρραίστης
πόλις
πόλισμα
πολισμάτιον
View word page
πολιοῦχος
πολιοῦχος
(B),
ον
,(
πολιός
)
A).
greyhaired,
PLond.
1821.325
.
ShortDef
protecting a city
greyhaired
Debugging
Headword:
πολιοῦχος
Headword (normalized):
πολιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
πολιουχος
IDX:
84479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84480
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολιοῦχος</span> (B), <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">πολιός</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">greyhaired,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 1821.325 </span>.</div> </div><br><br>'}