Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητήριος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιότριχος
πολιοῦχος
πολιᾶχος
πολιοῦχος
πολιοφυλακέω
πολιόφυλλον
πολίοχος
πολιόχρως
πολιόω
πολίπορθος
πολιρραίστης
πόλις
View word page
πολιοῦχος
πολιοῦχος
(A),
ον
, Ep.
πολιήοχος
, Dor.
πολῐορκ-άοχος
(v. infr.), Lacon.
ShortDef
protecting a city
greyhaired
Debugging
Headword:
πολιοῦχος
Headword (normalized):
πολιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
πολιουχος
IDX:
84477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84478
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολιοῦχος</span> (A), <span class="itype greek">ον</span>, Ep. <span class="orth greek">πολιήοχος</span>, Dor. <span class="orth greek">πολῐορκ-άοχος</span> (v. infr.), Lacon. </div><br><br>'}