Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολίοθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
πολιοπλόκαμος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητήριος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιότης
πολιότριχος
πολιοῦχος
πολιᾶχος
πολιοῦχος
πολιοφυλακέω
View word page
πολιορκητήριος
πολῐορκ-ητήριος, α, ον,
A). = πολιορκητικός, μηχαναί Onos. 42.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολιορκητήριος
Headword (normalized):
πολιορκητήριος
Headword (normalized/stripped):
πολιορκητηριος
IDX:
84470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῐορκ-ητήριος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολιορκητικός, μηχαναί</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0648.tlg001.perseus-grc1:42:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0648.tlg001.perseus-grc1:42.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Onos.</span> 42.3 </a>.</div> </div><br><br>'}