Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολιάοχος
πολιαρχέω
πολιάρχης
πολιαρχία
πολίαρχος
Πολιάς
πολιάς
πολιάτας
πολιατεύω
πολιᾶχος
πολίδιον
πολίεθρον
Πολιεύς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιοειδής
πολίοθριξ
πολιοκρόταφος
πόλιον
View word page
πολίδιον
πολίδιον,
A). v. πολείδιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολίδιον
Headword (normalized):
πολίδιον
Headword (normalized/stripped):
πολιδιον
IDX:
84456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84457
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολίδιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολείδιον.</span> </div> </div><br><br>'}