Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολεμοτροφέω
πολεμοφθόρος
πολεμοφόνευτος
πολεμόφρων
πολεμόω
πολεμώδης
πολεμώνιον
πολεύω
πολέω
πόλεων
πόληες
πολῆον
πόλησις
πολιά
πολιάζω
πολιαίνομαι
πολιανομέω
πολιανόμος
πολιάοχος
πολιαρχέω
πολιάρχης
View word page
πόληες
πόληες, πόληος, πόληι,
A). v. πόλις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πόληες
Headword (normalized):
πόληες
Headword (normalized/stripped):
ποληες
IDX:
84438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84439
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πόληες</span>, <span class="orth greek">πόληος</span>, <span class="orth greek">πόληι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πόλις.</span> </div> </div><br><br>'}