Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπιστρόφητος
ἀνεπίστροφος
ἀνεπισφαλής
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπίτατος
ἀνεπιτάττω
ἀνεπιτετελεσμένος
ἀνεπίτευκτος
ἀνεπιτευξία
ἀνεπιτέχνητος
View word page
ἀνεπιστρόφητος
ἀνεπι-στρόφητος, ον, = sq., PTeb. 27.168 (ii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεπιστρόφητος
Headword (normalized):
ἀνεπιστρόφητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστροφητος
IDX:
8441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8442
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπι-στρόφητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 27.168 </span> (ii B.C.).</div><br><br>'}