Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτίς
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγρία
ἀγρίαζε
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγρίαππις
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
View word page
ἀγρίαζε
ἀγρίαζε· ἄγριος ἴσθι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγρίαζε
Headword (normalized):
ἀγρίαζε
Headword (normalized/stripped):
αγριαζε
IDX:
843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-844
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγρίαζε·</span> <span class="foreign greek">ἄγριος ἴσθι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}