Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποκισμός
ποκιστί
ποκκί
ποκοειδής
ποκόομαι
πόκος
ποκτήρ
πόκτος
ποκύφος
πολείδιον
πολεμαδόκος
πολέμαιγις
πολεμαίνετος
πολεμάρχειος
πολεμαρχέω
πολεμάρχης
πολεμαρχία
πολεμαρχικός
πολέμαρχος
πολεμέω
πολεμηδόκος
View word page
πολεμαδόκος
πολεμᾱδόκος, Aeol. and Dor. for πολεμηδόκος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολεμαδόκος
Headword (normalized):
πολεμαδόκος
Headword (normalized/stripped):
πολεμαδοκος
IDX:
84394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84395
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολεμᾱδόκος</span>, Aeol. and Dor. for <span class="foreign greek">πολεμηδόκος.</span> </div><br><br>'}