ποιφύσσω
ποιφ-ύσσω (redupl. form from φῦ, cf. φῦσα),
A). blow, snort, Th. 180 ( ποιφύζειν v.l. ap. Sch.); Ζεφύρου μέγα ποιφύξαντος ; 135 παιδικὰ ποιφυξεῖς, title of mime by ap. . 7.324f
II). trans., blow up, ; 198 puff out, ( 7.215 ).