Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπιστρόφητος
ἀνεπίστροφος
ἀνεπισφαλής
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπίτατος
View word page
ἀνεπίστητος
ἀνεπί-στητος, ον,
A). not the object of knowledge, Eustr. in APo 45.9 .


ShortDef

not the object of knowledge

Debugging

Headword:
ἀνεπίστητος
Headword (normalized):
ἀνεπίστητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστητος
IDX:
8436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8437
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπί-στητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not the object of knowledge,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eustr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in APo</span> 45.9 </span>.</div> </div><br><br>'}