Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποιονόμος
ποῖος
ποιός
ποιότης
ποιοφάγος
ποιόω
ποιπνυός
ποιπνύω
ποίστασις
ποιτάσσω
ποιτίθημι
Ποιτρόπιος
ποιφύγδην
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποιώδης
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
View word page
ποιτίθημι
ποιτίθημι,
A). v. προστίθημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποιτίθημι
Headword (normalized):
ποιτίθημι
Headword (normalized/stripped):
ποιτιθημι
IDX:
84365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84366
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποιτίθημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προστίθημι.</span> </div> </div><br><br>'}