ποιπνύω
ποιπνύω, impf. ἐποίπνυον, Ep.
A). ποίπνυον : aor. part. 24.475 ποιπνύσας 8.219 .[υ of pres. long before a long syll., short before a short syll., v. infr.: ῡ in fut. and aor. always.]:— Ep. Verb (perh. formed by redupl. from πνῡ-, cf. πέπνυμαι), bustle about, of attendants, ὡς ἴδον Ἥφαιστον διὰ δώματα ποιπνύοντα ; 1.600 αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐποίπνυον 18.421 ; ποίπνυον παρεόντε 24.475 ; ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐποίπνυον ; 3.430 ποιπνύοντα μάχην ἀνὰ κυδιάνειραν ; 14.155 δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι make haste and sweep the house, ; 20.149 ἐπὶ φρεσὶ θῆκ’ Ἀγαμέμνονι πότνια Ἥρη αὐτῷ ποιπνύσαντι .. ὀτρῦναι ; once in 8.219 , ἐμὰν ποιπνύων χάριν labouring for the sake of me, P. 10.64 .