Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπίσκοπος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπιστρόφητος
ἀνεπίστροφος
View word page
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπι-στημονέω,
A). to be ignorant, EM 23.24 .


ShortDef

to be ignorant

Debugging

Headword:
ἀνεπιστημονέω
Headword (normalized):
ἀνεπιστημονέω
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστημονεω
IDX:
8432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8433
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπι-στημονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be ignorant,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 23.24 </span>.</div> </div><br><br>'}