Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποικιλόχρωμος
ποικιλόχρως
ποικιλόω
ποίκιλσις
ποικιλτέον
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντήρ
ποιμαντικός
ποιμάνωρ
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένιον
ποιμένιος
ποιμένισσα
ποιμεντάριος
View word page
ποιμανδρία
ποιμανδρία
,
ἡ
,
A).
milk-pail,
Lyc.
326
.
ShortDef
milk-pail
Debugging
Headword:
ποιμανδρία
Headword (normalized):
ποιμανδρία
Headword (normalized/stripped):
ποιμανδρια
IDX:
84313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84314
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποιμανδρία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">milk-pail,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 326 </span>.</div> </div><br><br>'}