Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφυλος
ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
ποικιλόχροος
ποικιλόχρωμος
ποικιλόχρως
ποικιλόω
ποίκιλσις
ποικιλτέον
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
View word page
ποικιλόχρωμος
ποικῐλό-χρωμος, ον, = sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποικιλόχρωμος
Headword (normalized):
ποικιλόχρωμος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοχρωμος
IDX:
84303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84304
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποικῐλό-χρωμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}