Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποικιλόστικτος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφυλος
ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
ποικιλόχροος
ποικιλόχρωμος
ποικιλόχρως
ποικιλόω
ποίκιλσις
ποικιλτέον
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
View word page
ποικιλόχειρος
ποικῐλό-χειρος, ον,
A). with changeful hands, [θεά], of Fortune, prob. in Lyr.Alex.Adesp. 34.1 .


ShortDef

with changeful hands

Debugging

Headword:
ποικιλόχειρος
Headword (normalized):
ποικιλόχειρος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοχειρος
IDX:
84301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποικῐλό-χειρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with changeful hands,</span> [<span class="foreign greek">θεά</span>], of Fortune, prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Lyr.Alex.Adesp.</span> 34.1 </span>.</div> </div><br><br>'}