Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστερνος
ποικιλόστικτος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφυλος
ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
ποικιλόχροος
ποικιλόχρωμος
ποικιλόχρως
View word page
ποικιλότευκτος
ποικῐλό-τευκτος, ον,
A). intricate, κύβων θέσις ib. 482.7 ( Agath.).


ShortDef

manifold

Debugging

Headword:
ποικιλότευκτος
Headword (normalized):
ποικιλότευκτος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοτευκτος
IDX:
84294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84295
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποικῐλό-τευκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">intricate,</span> <span class="foreign greek">κύβων θέσις</span> ib.<span class="bibl"> 482.7 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span></span>).</div> </div><br><br>'}