Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποικιλόμουσος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστερνος
ποικιλόστικτος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφυλος
ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
ποικιλόχροος
ποικιλόχρωμος
View word page
ποικιλοτερπής
ποικῐλο-τερπής, ές,
A). delighting by variety, AP 9.517 (Antip. Thess.).


ShortDef

delighting by variety

Debugging

Headword:
ποικιλοτερπής
Headword (normalized):
ποικιλοτερπής
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοτερπης
IDX:
84293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84294
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποικῐλο-τερπής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">delighting by variety,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.517 </span> (Antip. Thess.).</div> </div><br><br>'}