Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστερνος
ποικιλόστικτος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφυλος
ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
View word page
ποικιλόστικτος
ποικῐλό-στικτος, ον,
A). mottled, dappled, Arist. Fr. 299 .


ShortDef

mottled, dappled

Debugging

Headword:
ποικιλόστικτος
Headword (normalized):
ποικιλόστικτος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοστικτος
IDX:
84291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84292
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποικῐλό-στικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mottled, dappled,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg051:299" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg051:299/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 299 </a>.</div> </div><br><br>'}