Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποικιλόμητις
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστερνος
ποικιλόστικτος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφυλος
ποικιλόφωνος
View word page
ποικιλόστερνος
ποικῐλό-στερνος, ον, metaph.,
A). = ποικιλόβουλος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποικιλόστερνος
Headword (normalized):
ποικιλόστερνος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοστερνος
IDX:
84290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84291
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποικῐλό-στερνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, metaph., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ποικιλόβουλος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}