Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποικιλομήτης
ποικιλόμητις
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστερνος
ποικιλόστικτος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφυλος
View word page
ποικιλοσάμβαλος
ποικῐλο-σάμβᾰλος, ον,
A). with broidered sandals, Anacr. 14.3 .


ShortDef

with broidered sandals

Debugging

Headword:
ποικιλοσάμβαλος
Headword (normalized):
ποικιλοσάμβαλος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοσαμβαλος
IDX:
84289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84290
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποικῐλο-σάμβᾰλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with broidered sandals,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0237.tlg001:14:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0237.tlg001:14.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anacr.</span> 14.3 </a>.</div> </div><br><br>'}