Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποικίλοθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλόθροος
ποικιλόκαυλος
ποικιλομήτης
ποικιλόμητις
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστερνος
ποικιλόστικτος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
View word page
ποικιλόνους
ποικῐλό-νους, ουν,
A). cunning, ὀρχίλος cj. in Euph. 4 .


ShortDef

cunning

Debugging

Headword:
ποικιλόνους
Headword (normalized):
ποικιλόνους
Headword (normalized/stripped):
ποικιλονους
IDX:
84285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84286
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποικῐλό-νους</span>, <span class="itype greek">ουν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cunning,</span> <span class="foreign greek">ὀρχίλος</span> cj. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0221.tlg001:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0221.tlg001:4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Euph.</span> 4 </a>.</div> </div><br><br>'}