Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ποικιλόγραμμος
ποικιλογραφέω
ποικιλογράφος
ποικιλόδακρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλοδίνης
ποικιλόδιφρος
ποικίλοθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλόθροος
ποικιλόκαυλος
ποικιλομήτης
ποικιλόμητις
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
View word page
ποικιλόθροος
ποικῐλό-θροος
,
ον
,
A).
of varied note,
οἰωνοί
Lyr.Adesp.
94
; cf.
ποικιλόθριξ.
ShortDef
of varied note
Debugging
Headword:
ποικιλόθροος
Headword (normalized):
ποικιλόθροος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοθροος
IDX:
84277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84278
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποικῐλό-θροος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of varied note,</span> <span class="quote greek">οἰωνοί</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Lyr.Adesp.</span> 94 </span> ; cf. <span class="foreign greek">ποικιλόθριξ.</span> </div> </div><br><br>'}