Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποικιλόγηρυς
ποικιλόγραμμος
ποικιλογραφέω
ποικιλογράφος
ποικιλόδακρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλοδίνης
ποικιλόδιφρος
ποικίλοθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλόθροος
ποικιλόκαυλος
ποικιλομήτης
ποικιλόμητις
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
View word page
ποικιλόθρονος
ποικῐλό-θρονος, ον,
A). on richly-worked throne, Ἀφροδίτα Sapph. 1 ( v.l. ποικιλόφρον’ ).


ShortDef

on rich-worked throne

Debugging

Headword:
ποικιλόθρονος
Headword (normalized):
ποικιλόθρονος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοθρονος
IDX:
84276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84277
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποικῐλό-θρονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">on richly-worked throne,</span> <span class="quote greek">Ἀφροδίτα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sapph.</span> 1 </span> ( v.l. <span class="ref greek">ποικιλόφρον’</span> ).</div> </div><br><br>'}