Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπισκεπτεί
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπίσκοπος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
View word page
ἀνεπίσκοπος
ἀνεπί-σκοπος, ον,
A). gloss on ἀνεπιστάτητος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεπίσκοπος
Headword (normalized):
ἀνεπίσκοπος
Headword (normalized/stripped):
ανεπισκοπος
IDX:
8425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8426
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπί-σκοπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀνεπιστάτητος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}