Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποιητέος
ποιητής
ποιητικεύομαι
ποιητικός
ποιητογράφος
ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποιητρόφος
ποιηφαγέω
ποικεφάλαιον
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλεύς
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικιλίς
ποικίλλω
View word page
ποικεφάλαιον
ποικεφάλαιον,
A). v. προσκεφάλαιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποικεφάλαιον
Headword (normalized):
ποικεφάλαιον
Headword (normalized/stripped):
ποικεφαλαιον
IDX:
84250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84251
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποικεφάλαιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσκεφάλαιον.</span> </div> </div><br><br>'}