Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ποιησιφάρμακον
ποιητέος
ποιητής
ποιητικεύομαι
ποιητικός
ποιητογράφος
ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποιητρόφος
ποιηφαγέω
ποικεφάλαιον
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλεύς
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικιλίς
View word page
ποιηφαγέω
ποιη-φᾰγέω, ποιη-φάγος,
A). v. ποηφαγέω, -φάγος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ποιηφαγέω
Headword (normalized):
ποιηφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ποιηφαγεω
IDX:
84249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-84250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ποιη-φᾰγέω</span>, <span class="orth greek">ποιη-φάγος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ποηφαγέω, -φάγος.</span> </div> </div><br><br>'}